- δορυφορικός
- -ή, -ό (Α δορυφορικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρουςνεοελλ.αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορυφορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φυσικούς και τεχνητούς δορυφόρους: Δορυφορικό κανάλι. – Δορυφορική μετάδοση. – Δορυφορική κεραία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφορικά — δορυφορικός of neut nom/voc/acc pl δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc/acc dual δορυφορικά̱ , δορυφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικόν — δορυφορικός of masc acc sg δορυφορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικαί — δορυφορικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικοῦ — δορυφορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικήν — δορυφορικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυφορικῷ — δορυφορικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)